μελάνιασμα

μελάνιασμα
το [μελανιάζω]
το αποτέλεσμα τού μελανιάζω, η μελανότητα τού δέρματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελάνιασμα — το, ατος 1. το να λερωθεί κανείς από μελάνι: Το παντελόνι μου γέμισε μελανιάσματα. 2. το μαύρισμα, η μελανιά: Το μελάνιασμα του ματιού μου οφείλεται σε καβγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελαίνω — (Α μελαίνω) κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.) αρχ. 1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω 2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος 3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ… …   Dictionary of Greek

  • μελανιά — και μελανία, η (ΑM μελανία) μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα νεοελλ. 1. μελανότητα τού δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα 2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μελασμός — μελασμός, ὁ (Α) [μελαίνω] 1. το μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος λόγω νεκρώσεως 2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.) 3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα 4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • πελίδνωμα — το, ΝΑ [πελιδνούμαι] μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα …   Dictionary of Greek

  • μωλωπισμός — ο το να μωλωπιστεί κανείς, πρήξιμο ή μελάνιασμα του δέρματος έπειτα από χτύπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”